- διατείνουσα
- η мор. ист. антенна большого парусного судна, корабля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διατείνουσα — διατείνω stretch to the uttermost pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατεινούσας — διατεινούσᾱς , διατείνω stretch to the uttermost pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διατεινούσᾱς , διατείνω stretch to the uttermost pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατείνω — (AM διατείνω) 1. τεντώνω, τείνω εντελώς 2. μέσ. διατείνομαι ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, επιμένω στη γνώμη μου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διατείνουσα κεραία τών παλαιών ιστιοφόρων, την οποία τοποθετούσαν για να επεκτείνουν τετράγωνο ιστίο και να… … Dictionary of Greek
τσιβάδα — η, Ν ναυτ. η διατείνουσα μεγάλων ιστιοφόρων πλοίων … Dictionary of Greek